- μεταγενέστερος
- -η, -ο (ΑM μεταγενέστερος, -έρα, -ον)1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροιαυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον ὑπόμνημα καταλιπεῑν τοῑς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», Διόδ.)νεοελλ.φρ. «μεταγενέστερη εποχή»(ιστ.) ή «μεταγενέστερη περίοδος» — η περίοδος που ακολούθησε την κλασική, η μετά τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινήαρχ.επακόλουθος («μεταγενεστέραν μετά ταῡτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.).επίρρ...μεταγενεστέρως και μεταγενέστερασε μεταγενέστερους χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού μεταγενής].
Dictionary of Greek. 2013.